- ακλώσητος
- ακλώσητος, -η, -ο και ακλώσευτος, -η, -ο και ακλώσιστος, -η, -ο1. (για πουλιά), αυτός που δεν κλώσησε: Οι κότες μας είναι ακόμη ακλώσευτες.2. (για αβγά), αυτός που δεν κλωσήθηκε: Η χήνα άφησε τα αβγά της ακλώσιστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.